- ευήθεια
- η простодушие, простота, наивность; доверчивость; глупость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐηθείᾳ — εὐηθείᾱͅ , εὐήθεια goodness of heart fem dat sg (attic doric aeolic) εὐηθείᾱͅ , εὐήθεια goodness of heart fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήθεια — goodness of heart fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήθεια — η (ΑΜ εὐήθεια Α και εὐηθία και εὐηθίη) [ευήθης] ειρων. υπερβολική ευπιστία, μωρία, χαζομάρα («κουφόνουν τ εὐηθίαν», Αισχύλ.) αρχ. μσν. αγαθότητα ήθους, απλότητα, τιμιότητα … Dictionary of Greek
εὐηθείας — εὐηθείᾱς , εὐήθεια goodness of heart fem acc pl εὐηθείᾱς , εὐήθεια goodness of heart fem gen sg (attic doric aeolic) εὐηθείᾱς , εὐήθεια goodness of heart fem acc pl εὐηθείᾱς , εὐήθεια goodness of heart fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηθείαις — εὐήθεια goodness of heart fem dat pl εὐήθεια goodness of heart fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηθείης — εὐήθεια goodness of heart fem gen sg (epic ionic) εὐήθεια goodness of heart fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήθειαι — εὐήθεια goodness of heart fem nom/voc pl εὐήθεια goodness of heart fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηθείην — εὐήθεια goodness of heart fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήθειαν — εὐήθεια goodness of heart fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηθία — εὐηθίᾱ , εὐήθεια goodness of heart fem nom/voc/acc dual εὐηθίᾱ , εὐήθεια goodness of heart fem nom/voc sg (attic doric aeolic) εὐηθίᾱ , εὐηθία goodness of heart fem nom/voc/acc dual εὐηθίᾱ , εὐηθία goodness of heart fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηθίας — εὐηθίᾱς , εὐήθεια goodness of heart fem acc pl εὐηθίᾱς , εὐήθεια goodness of heart fem gen sg (attic doric aeolic) εὐηθίᾱς , εὐηθία goodness of heart fem acc pl εὐηθίᾱς , εὐηθία goodness of heart fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)